- ενεχυρίαση
- ηη παράδοση ενέχυρου σε δανειστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενεχυρίαση — η (Μ ἐνεχυρίασις) η ενέργεια τού ενεχυριάζω, η παράδοση ενός πράγματος ως ενεχύρου («απαγορεύεται η ενεχυρίαση στρατιωτικών ειδών») … Dictionary of Greek
ἐνεχυριάσῃ — ἐνεχυριάζω aor subj mid 2nd sg ἐνεχυριάζω aor subj act 3rd sg ἐνεχυριάζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακούμπημα — και ακούμπισμα, το [ακουμπώ] 1. η στήριξη σε σταθερό σημείο 2. η ενέργεια τής στήριξης 3. το μερος όπου στηρίζεται κάτι 4. το αποκούμπι*, η υποστήριξη 5. το ενέχυρο και η ενεχυρίαση … Dictionary of Greek
διεγγύηση — η (Α διεγγύησις) [διεγγυώ] νεοελλ. ενεχυρίαση αρχ. 1. παροχή εγγυήσεως 2. η παροχή εγγυήσεως για την απελευθέρωση κάποιου … Dictionary of Greek
ενεχυριασμός — ο (Μ ἐνεχυριασμός) [ενεχυριάζω] ενεχυρίαση … Dictionary of Greek
κατενεχυρασία — κατενεχυρασία, ἡ (Α) επιγρ. η παράδοση ενός πράγματος ως ενεχύρου, η ενεχυρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατενεχυράζω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κατενεχύρασις] … Dictionary of Greek
μεσιτεία — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που… … Dictionary of Greek
πιστοποίηση — η / πιστοποίησις, ΝΑ [πιστοποιώ] η ενέργεια τού πιστοποιώ, το να επιβεβαιώνει κανείς κάτι ως αληθινό, επικύρωση νεοελλ. 1. συνεκδ. έγγραφο, ιδίως επίσημο, με το οποίο πιστοποιείται κάτι, πιστοποιητικό 2. φρ. «πιστοποίηση περιουσίας» (νομ.) η… … Dictionary of Greek